μούλλος

μούλλος
(I)
ο
ζωολ. επιστημονική ονομασία τού γένους ψαριών στο οποίο ανήκουν τα είδη τού μπαρμπουνιού.
————————
(II)
ο
ζωολ. άλλη κοινή ονομασία για το μπαρμπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mullus «μπαρμπούνι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπαρμπούνι ή μούλλος — (mullus surmuletus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των μουλιδών, της τάξης των περκόμορφων. Το μ., περιζήτητο από τα αρχαία χρόνια για την εύγευστη σάρκα του, έχει μέσο μήκος 30 περίπου εκ. και είναι διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του… …   Dictionary of Greek

  • μουλίδες — (mullidae). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών, στην οποία ανήκουν τα διάφορα είδη των μπαρμπουνιών, η επιστημονική ονομασία των οποίων είναι μύλλος ή μούλλος. Βλ. λ. μπαρμπούνι ή μούλλος …   Dictionary of Greek

  • τριγλίδες — (Triglidae). Οικογένεια ψαριών της υποτάξης των σκορπαινοειδών, της τάξης των σκληροπαρειών. Περιλαμβάνει ψάρια με μεγάλο και τετράγωνο κεφάλι, τα πλάγια (μάγουλα) του οποίου είναι θωρακισμένα, καλύπτονται δηλαδή από στερεές οστέινες πλάκες. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”